- ὤθηκα
- ὀθέωperf ind act 1st sgὠθέωthrustperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληλοσκοτώνομαι — ώθηκα, ωμένος, σκοτώνω και με σκοτώνουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκουμπώνομαι — ώθηκα, ωμένος, αμτβ., ετοιμάζομαι να ασχοληθώ πρόθυμα με κάτι: Οι εξετάσεις πλησιάζουν, άντε, ανασκουμπώσου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανδρώνομαι — ώθηκα, γίνομαι άντρας: Πολύ γρήγορα ανδρώθηκε αυτός ο νέος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντρώνομαι — ώθηκα, γίνομαι πια άντρας: Ο γιος σου αντρώθηκε πια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαρχαιώνομαι — ώθηκα, ωμένος, παλιώνω, γίνομαι άχρηστος: Η έκφραση αυτή είναι πια απαρχαιωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απογειώνομαι — ώθηκα, ωμένος, απομακρύνομαι από τη γη, υψώνομαι στον αέρα: Το αεροσκάφος απογειώθηκε στην ώρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθαλασσώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ανυψώνομαι από τη θάλασσα: Το υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε πολύ γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστεώνομαι — ώθηκα, ωμένος, γίνομαι σκληρός σαν κόκαλο, αδυνατίζω, γίνομαι πετσί και κόκαλο: Από τη συνεχή νηστεία έχει κυριολεκτικά αποστεωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποχαλινώνομαι — ώθηκα, ωμένος, ρίχνομαι στην ασωτεία: Αποχαλινωμένος είχε ριχτεί σε κάθε είδους παραλυσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφοσιώνομαι — ώθηκα, ωμένος, διαθέτω τον εαυτό μου ολοκληρωτικά σε κάτι, αφιερώνομαι: Αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)